ревмати́зм — а, м. Болезни сердечно сосудистой системы и суставов, обычно сопровождающаяся острыми болями, ломотой. Хронический ревматизм. □ [Вологонов] страдает застарелым ревматизмом, ноги в коленях выворочены у него, пальцы на руках кривые, опухли, не… … Малый академический словарь
ρευματαλγία — η, Ν ιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, ατος + αλγία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα] … Dictionary of Greek
σιαγονάγρα — η, Ν ιατρ. παλαιός όρος για τον ρευματισμό τής άρθρωσης τής κάτω σιαγόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, όνος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα, χειρ άγρα)] … Dictionary of Greek
σκληρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού σκληρού χιτώνα τού οφθαλμού, άγνωστης επακριβούς αιτιολογίας, με πιθανά αίτια μια λοίμωξη, έναν ρευματισμό, την ουρική αρθρίτιδα ή τις διαταραχές τής έμμηνης ρύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleritis (<… … Dictionary of Greek
ψευδορρευματισμός — ο, Ν ιατρ. αρθρικές εκδηλώσεις που θυμίζουν ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ρευματισμός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudorhumatisme] … Dictionary of Greek