ρευματισμό

ρευματισμό
ο / ῥευματισμός, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. γενική ονομασία που καλύπτει διαφορετικές παθήσεις οι οποίες προσβάλλουν πιο ειδικά το κινητήριο σύστημα, δηλαδή τα οστά και τις αρθρώσεις, αλλά και τους μυς και τους τένοντές τους, καθώς και ορισμένα συναφή ανατομικά στοιχεία, και χαρακτηρίζονται από πόνους και διαταραχές τών πασχόντων στοιχείων
αρχ.
(για σωματικό υγρό) καταρροή («ῥευματισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευματίζω, -ομαι. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rheumatism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ревмати́зм — а, м. Болезни сердечно сосудистой системы и суставов, обычно сопровождающаяся острыми болями, ломотой. Хронический ревматизм. □ [Вологонов] страдает застарелым ревматизмом, ноги в коленях выворочены у него, пальцы на руках кривые, опухли, не… …   Малый академический словарь

  • ρευματαλγία — η, Ν ιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, ατος + αλγία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • σιαγονάγρα — η, Ν ιατρ. παλαιός όρος για τον ρευματισμό τής άρθρωσης τής κάτω σιαγόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, όνος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα, χειρ άγρα)] …   Dictionary of Greek

  • σκληρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού σκληρού χιτώνα τού οφθαλμού, άγνωστης επακριβούς αιτιολογίας, με πιθανά αίτια μια λοίμωξη, έναν ρευματισμό, την ουρική αρθρίτιδα ή τις διαταραχές τής έμμηνης ρύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleritis (<… …   Dictionary of Greek

  • ψευδορρευματισμός — ο, Ν ιατρ. αρθρικές εκδηλώσεις που θυμίζουν ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ρευματισμός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudorhumatisme] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”